- συμπεθεριά
- συμπεθεριά, η και συμπεθεριό, το1. σύναψη συγγενικών σχέσεων «εξ επιγαμίας».2. το σύνολο των συμπεθέρων: Τους επισκέφθηκε το συμπεθεριό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.